- τύλωσις
- -ώσεως, ἡ, ΜΑβλ. τύλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τύλωσις — a making fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… … Dictionary of Greek
τυλώσεως — τυλώσεω̆ς , τύλωσις a making fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλωσιν — τύλων one with a callous hide masc dat pl τύλωσις a making fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)